κακαφορούμαι

κακαφορούμαι
και κακοφορούμαι
1. έχω υποψίες, βάζω κακό με το μυαλό μου, υποψιάζομαι κάτι κακό
2. δυσφορώ, βαρυθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + αρχ. ὑφορῶμαι «υποπτεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακαφόρεση — η [κακαφορούμαι] 1. υποψία για κακό, υπόνοια 2. δυσαρέσκεια, κακοδιαθεσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”